τρομοκράτης

τρομοκράτης
terroriste

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • τρομοκράτης — ο θηλ. ισσα 1. που προσπαθεί να τρομοκρατήσει, να επιβληθεί με τον τρόμο: Ο δικτάτορας είναι τρομοκράτης. 2. μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης: Πιάστηκαν τρεις τρομοκράτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρομοκράτης — ο, θηλ. τρομοκράτισσα, Ν 1. αυτός που προσπαθεί να επιβληθεί ή να αποσπάσει κάτι με την άσκηση σωματικής ή ψυχολογικής βίας 2. μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρόμος + κράτης (< κράτος), πρβλ. δημο κράτης. Η λ., στον λόγιο τ. τού… …   Dictionary of Greek

  • βασιβουζούκος — Άτακτος Τούρκος στρατιώτης. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε τον 19o αι. και προέρχεται από τη σύνθεση δύο τούρκικων λέξεων: μπας (κεφάλι) και μποζούκ (χαλασμένος). Το 1877 οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν σώματα β. για να καταστείλουν τη βουλγαρική εξέγερση και… …   Dictionary of Greek

  • κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… …   Dictionary of Greek

  • τερορίστας — ο, Ν τρομοκράτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. terroriste (< λατ. terror, oris «τρόμος» + ίστας*)] …   Dictionary of Greek

  • τρομοκράτισσα — η, Ν βλ. τρομοκράτης …   Dictionary of Greek

  • τρομοκρατώ — έω, Ν 1. εμπνέω ζωηρό φόβο, φοβίζω πολύ 2. διενεργώ τρομοκρατικές πράξεις 3. εξουσιάζω με την τρομοκρατία 4. (μεσ. και παθ.) τρομοκρατούμαι κυριεύομαι ή διακατέχομαι από τρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρομοκράτης. Το ρ. μαρτυρείται από το 1880 στον Ιωάνν.… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Λέσινγκ, Ντόρις Μέι — (Doris May Lessing, Κερμανσάχ, Ιράν 1919 –). Βρετανίδα συγγραφέας. Ο πατέρας της, ο οποίος ήταν ανάπηρος, βετεράνος του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, υπηρετούσε ως υπάλληλος της Αυτοκρατορικής Τράπεζας της Περσίας και η μητέρα της ήταν νοσοκόμα. Το 1925 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”